- μακρός
- -ά, -ό (AM μακρός, -ά, -όν, ιων. θηλ. μακρή)1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ' ἄρ' οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.)2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή... καὶ μακρὸς Ὄλυμπος», Ομ. Ιλ.)3. αυτός που απέχει πολύ, μακρινός («καὶ μετ' οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησε εἰς χώραν μακράν», ΚΔ)4. διεξοδικός, λεπτομερειακός, εκτενής (α. «μακρά αφήγηση» β. «καὶ πρὸς τούτοις εἰς τὸν κίνδυνον τῶν μακρῶν ὑπερβατῶν τοὺς ἀκούοντας συνεπισπώμενος», Λογγίν.)5. μεγάλος σε ποσότητα ή σε βαθμό («μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον μαινομέναις φρεσὶν Ἥρας ὅτ' ἐράσσατο», Πίνδ.)6. αυτός που διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα, μακροχρόνιος (α. «μακρά ζωή» β. «μηνῶν φθινόντων, περὶ δ' ἤματα μακρὰ τελέσθη», Ομ. Οδ.)7. (για φωνήεν, συλλαβή ή προσωδία) εκτεταμένος ποσοτικά, σε αντιδιαστολή με τον βραχύ (α. «μακρά φωνήεντα» β. «μακρά συλλαβή»)8. φρ. α) «διά μακρών» — διεξοδικά, εκτενώςβ) «επί μακρόν» — για μεγάλο χρονικό διάστημαγ) «μετά μακρόν» — μετά από πολύ χρόνοδ) «μακροί αδελφοί» — έτσι ονομάστηκαν λόγω τού αναστήματός τους οι ασκητές Αμμώνιος, Διόσκορος, Ευθύμιος και Ευσέβιοςε) «μακρά στοά» — μία από τις εμπορικές στοές τού Πειραιά, η οποία βρισκόταν κοντά στη θάλασσαστ) «μακρά τείχη» — τα τείχη που ένωναν τον περίβολο τής πόλης τής Αθήνας με τον Πειραιάζ) «μακρά πλοία» — πολεμικά πλοία που είχαν μια σειρά κουπιά σε κάθε πλευράαρχ.1. αυτός που εκτείνεται σε βάθος, βαθύς («μακρὰ φάραγξ», Ηρώνδ.)2. ενοχλητικός, ανιαρός («οὐδὲ εἷς Ὅμηρον εἴρηκεν μακρόν», Φιλήμ.)3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μακράα) (ενν. προσῳδία) το σημείο με το οποίο δηλώνεται η μακρότητα, η ποσοτική έκτασηβ. (ενν. γραμμή) η γραμμή που χάραζαν οι δικαστές, προκειμένου να υποδείξουν τις βαρύτερες ποινές4. (το ουδ. στην αιτ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) μακρόν και μακράσε μεγάλη απόσταση, μακριά («ὥσπερ τὰ χαλκεῑα πληγέντα μακρὸν ἠχεῑ καὶ ἀποτείνει», Πλάτ.)5. (η δοτ. ως επίρρ. για επίταση συγκριτ. και υπερθ.) μακρῷπολύ, κατά πολύ («μακρῷ πρότερον», Γαλ.)6. φρ. α) «ἐπὶ τὰ μακρότερα» — κατά μήκοςβ) «διὰ μακροῡ» — μετά από μεγάλο χρονικό διάστημαγ) «ἐπὶ μακρόν» — σε μεγάλη απόσταση, μακριάδ) «μακρόν ἐστι» — είναι δύσκολο.επίρρ...μακρώς (AM μακρῶς)με ποσοτική έκταση («τῶν διχρόνων, ὅταν μακρῶς ἐκφέρηται», Διον. Αλ.)αρχ.1. αργά, με βραδύτητα2. εκτεταμένα, διεξοδικά, σε μεγάλο χρονικό διάστημα («δεῑ μὴ μακρῶς διηγεῑσθαι», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μακρός ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *măk- τής ΙΕ ρίζας *māk- «μακρός, λεπτός» (πρβλ. μῆκος, μακεδνός) και συνδέεται με ΙΕ τύπους τής ίδιας σημασίας, που όλοι εμφανίζουν επίσης τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας: λατ. măcies και măcer «μακρός», αρχ. άνω γερμ. magar, αρχ. νορβ. magr, χεττιτ. mak-l-ant-. Ο αρχαϊκός τ. τού συγκριτικού ὁ, ἡ μάσσων, τὸ μᾶσσον έχει -ᾱ- μακρό και είναι σχηματισμένο όπως τα θᾶσσον, ἔλασσον, ενώ ο υπερθετικός μήκιστος (δωρ. μᾱκιστος) εμφανίζει την απαθή βαθμίδα τού θέματος (πρβλ. μῆκος). Ο τ. μακρός στην Αρχαία Ελληνική επικράτησε έναντι τής αρχαιότερης λ. δολιχός «μακρός».ΠΑΡ. μακράν, μακρόθεν, μακρότης (-τα), μάκρωνμσν.μακρόθι, μακρών, μακρώνωνεοελλ.μάκρητα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. μακρ(ο)-. (Β' συνθετικό) στενόμακροςαρχ.αμφίμακρος, επίμακρος, μεσόμακρος, πρόμακρος, πρόσμακρος, τρίμακρος, υπόμακροςνεοελλ.άμακρος, απόμακρος, ξέμακρος, ολόμακρος].
Dictionary of Greek. 2013.